ἶερόπτης

ἶερόπτης
ἶερ-όπτης, , Opferschauer, der aus den Eingeweiden der Opfer weissagt

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιερόπτης — ἱερόπτης, ὁ (Α) αυτός που παρατηρεί τη θυσία, που προφητεύει από τα εντόσθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + όπτης < θ. οπ (πρβλ. όπωπα), πρβλ. αυτ όπτης, υπερ όπτης] …   Dictionary of Greek

  • ἱερόπτης — haruspex masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερόπτου — ἱερόπτης haruspex masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερόπτας — ἱερόπτᾱς , ἱερόπτης haruspex masc acc pl ἱερόπτᾱς , ἱερόπτης haruspex masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”